ένζυγος

ένζυγος
ος , ον снабжённый коромыслом;

ένζυγος ατμομηχανή — паровая машина с кривошипно-коромысловым механизмом


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ένζυγος" в других словарях:

  • ένζυγος — η, ο (για μηχάνημα) αυτός που έχει ζυγό, που λειτουργεί με ζυγό («ένζυγη ατμομηχανή» ατμομηχανή που λειτουργεί με ζυγό ο οποίος μεταδίδει την κίνηση τού εμβόλου σε άλλα όργανα τής μηχανής). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ζυγός. Η λ. μαρτυρείται στο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»